κουβαρνταλίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουβαρνταλίκι | τα | κουβαρνταλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κουβαρνταλίκι | τα | κουβαρνταλίκια |
κλητική | κουβαρνταλίκι | κουβαρνταλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουβαρνταλίκι < χουβαρνταλίκι < τουρκική hovardalık
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουβαρνταλίκι ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χουβαρντάς
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουβαρνταλίκι
|