Ετυμολογία

επεξεργασία
σφιχταγκαλιάζω < σφιχτ(ά) + αγκαλιάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sfi.xtaŋ.gaˈʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφι‐χτα‐γκα‐λιά‐ζω

σφιχταγκαλιάζω

  1. αγκαλιάζω σφιχτά κάποιο άτομο ως ένδειξη αγάπης
  2. (μεταφορικά, λογοτεχνικό) πιέζω έντονα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία