Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφιχταγκάλιασμα τα σφιχταγκαλιάσματα
      γενική του σφιχταγκαλιάσματος των σφιχταγκαλιασμάτων
    αιτιατική το σφιχταγκάλιασμα τα σφιχταγκαλιάσματα
     κλητική σφιχταγκάλιασμα σφιχταγκαλιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφιχταγκάλιασμα < σφιχταγκαλιάζω + -μα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sfi.xtaŋˈga.ʎa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφι‐χτα‐γκά‐λια‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφιχταγκάλιασμα ουδέτερο

  • η ενέργεια του σφιχταγκαλιάζω
    ※ Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών και η έντονη παρουσία του ισλαμικού στοιχείου δεν άφηναν πολλά περιθώρια για δεύτερες σκέψεις. Η ατμόσφαιρα στα παζάρια, ανάμεσα σε σκαρφαλωμένα στα πεζοδρόμια αυτοκίνητα, μαυροφορεμένες γυναίκες και άνδρες σε κλασικό σφιχταγκάλιασμα με τον ναργιλέ, μύριζε μπαρούτι.
    Μασούρα, Ρίτσα (3 Φεβρουαρίου 2011), Δικαίωμα στα λάθη, δικαίωμα στη δημοκρατία, Η Καθημερινή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία