σφιχτοχεριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφιχτοχεριά | οι | σφιχτοχεριές |
γενική | της | σφιχτοχεριάς | των | σφιχτοχεριών |
αιτιατική | τη | σφιχτοχεριά | τις | σφιχτοχεριές |
κλητική | σφιχτοχεριά | σφιχτοχεριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφιχτοχεριά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφιχτοχεριά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφιχτοχεριά
|