Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άνετος η άνετη το άνετο
      γενική του άνετου της άνετης του άνετου
    αιτιατική τον άνετο την άνετη το άνετο
     κλητική άνετε άνετη άνετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άνετοι οι άνετες τα άνετα
      γενική των άνετων των άνετων των άνετων
    αιτιατική τους άνετους τις άνετες τα άνετα
     κλητική άνετοι άνετες άνετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άνετος < αρχαία ελληνική ἄνετος < ἀνίημι < ἵημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ye-

  Επίθετο επεξεργασία

άνετος, -η, -ο

  1. (για ανθρώπινους χαρακτήρες) που συναναστρέφεται με ευκολία και άνεση με τους γύρω του, που δεν είναι τυπικός
  2. (για χώρους, έπιπλα κ.λπ.) αρκετά ευρύχωρος, αναπαυτικός
  3. (για ρούχα) όχι πολύ στενός ή εφαρμοστός ή επίσημος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία