Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄνετος < αρχαία ελληνική ἄνετος

  Επίθετο επεξεργασία

ἄνετος



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄνετος < ἀνίημι

  Επίθετο επεξεργασία

ἄνετος

  1. χαλαρωμένος
  2. αχαλίνωτος

Συγγενικά επεξεργασία

  • ἄνεσις (χαλάρωση χορδής, ύφεση, ανάπαυση, τεμπελιά, πολύ ελεύθερη ερωτική συμπεριφορά)
  • ἀνετέον (: που πρέπει να το χαλαρώσει κάποιος)
  • ἀνίημι (χαλαρώνω, αφήνω, αναπέμπω)