Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευρύχωρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ευρύχωρ
ος
η
ευρύχωρ
η
το
ευρύχωρ
ο
γενική
του
ευρύχωρ
ου
της
ευρύχωρ
ης
του
ευρύχωρ
ου
αιτιατική
τον
ευρύχωρ
ο
την
ευρύχωρ
η
το
ευρύχωρ
ο
κλητική
ευρύχωρ
ε
ευρύχωρ
η
ευρύχωρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ευρύχωρ
οι
οι
ευρύχωρ
ες
τα
ευρύχωρ
α
γενική
των
ευρύχωρ
ων
των
ευρύχωρ
ων
των
ευρύχωρ
ων
αιτιατική
τους
ευρύχωρ
ους
τις
ευρύχωρ
ες
τα
ευρύχωρ
α
κλητική
ευρύχωρ
οι
ευρύχωρ
ες
ευρύχωρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευρύχωρος
<
αρχαία ελληνική
εὐρύχωρος
Επίθετο
επεξεργασία
ευρύχωρος, -η, -ο
(
για χώρο
) που χαρακτηρίζεται από ικανοποιητικό
εύρος
και
μέγεθος
Συνώνυμα
επεξεργασία
απλόχωρος
άνετος
μεγάλος
εκτεταμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
ευρύχωρα
ευρυχωρία
→
δείτε
τις λέξεις
ευρύς
και
χώρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευρύχωρος
αγγλικά
:
spacious
(en)
γαλλικά
:
spacieux
(fr)
πολωνικά
:
przestronny
(pl)