Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απλόχωρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απλόχωρ
ος
η
απλόχωρ
η
το
απλόχωρ
ο
γενική
του
απλόχωρ
ου
της
απλόχωρ
ης
του
απλόχωρ
ου
αιτιατική
τον
απλόχωρ
ο
την
απλόχωρ
η
το
απλόχωρ
ο
κλητική
απλόχωρ
ε
απλόχωρ
η
απλόχωρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απλόχωρ
οι
οι
απλόχωρ
ες
τα
απλόχωρ
α
γενική
των
απλόχωρ
ων
των
απλόχωρ
ων
των
απλόχωρ
ων
αιτιατική
τους
απλόχωρ
ους
τις
απλόχωρ
ες
τα
απλόχωρ
α
κλητική
απλόχωρ
οι
απλόχωρ
ες
απλόχωρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απλόχωρος
<
μεσαιωνική ελληνική
<
απλο-
(με την έννοια του
απλώνω
) +
χώρος
Επίθετο
επεξεργασία
απλόχωρος, -η, -ο
που χαρακτηρίζεται από
επάρκεια
χώρου
, ικανοποιητικά
ευρύς
και
άνετος
Συνώνυμα
επεξεργασία
ευρύχωρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απλόχωρος
αγγλικά
:
spacious
(en)
γαλλικά
:
spacieux
(fr)
,
large
(fr)
ισπανικά
:
espacioso
(es)