spacious
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | spacious |
συγκριτικός | more spacious |
υπερθετικός | most spacious |
Επίθετο
επεξεργασίαspacious (en)
- ευρύχωρος, για χώρο που χαρακτηρίζεται από ικανοποιητικό εύρος και μέγεθος
- ⮡ a spacious car - ευρύχωρο αυτοκίνητο