Ετυμολογία

επεξεργασία
confortable < αγγλική comfortable
      ενικός         πληθυντικός  
confortable confortables

confortable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. άνετος
  2. αναπαυτικός
  3. βολικός

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη confort