Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός thick
συγκριτικός thicker
υπερθετικός thickest

  Επίθετο επεξεργασία

thick (en)

  • παχύς, χοντρός, για διαστάσεις που έχουν μεγάλο πάχος
    a thick layer of asphalt/paint/snow - παχύ στρώμα ασφάλτου/μπογιάς/χιονιού

  Πηγές επεξεργασία