untrained
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαuntrained (en) (χωρίς παραθετικά)
- ανεκπαίδευτος, αγύμναστος
- ⮡ His body is untrained, flabby.
- Το σώμα του είναι αγύμναστο, πλαδαρό.
- ⮡ His body is untrained, flabby.
untrained (en) (χωρίς παραθετικά)