Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανεκπαίδευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Αντώνυμα
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανεκπαίδευτ
ος
η
ανεκπαίδευτ
η
το
ανεκπαίδευτ
ο
γενική
του
ανεκπαίδευτ
ου
της
ανεκπαίδευτ
ης
του
ανεκπαίδευτ
ου
αιτιατική
τον
ανεκπαίδευτ
ο
την
ανεκπαίδευτ
η
το
ανεκπαίδευτ
ο
κλητική
ανεκπαίδευτ
ε
ανεκπαίδευτ
η
ανεκπαίδευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανεκπαίδευτ
οι
οι
ανεκπαίδευτ
ες
τα
ανεκπαίδευτ
α
γενική
των
ανεκπαίδευτ
ων
των
ανεκπαίδευτ
ων
των
ανεκπαίδευτ
ων
αιτιατική
τους
ανεκπαίδευτ
ους
τις
ανεκπαίδευτ
ες
τα
ανεκπαίδευτ
α
κλητική
ανεκπαίδευτ
οι
ανεκπαίδευτ
ες
ανεκπαίδευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανεκπαίδευτος
<
αν-
+
εκπαιδεύω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ανεκπαίδευτος
που δεν έχει (ή δεν μπορεί να)
εκπαιδευτεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εκπαιδεύω
και
παιδί
Συνώνυμα
επεξεργασία
ακατάρτιστος
αμόρφωτος
απαίδευτος
Αντώνυμα
επεξεργασία
εκπαιδευμένος
καταρτισμένος
μορφωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανεκπαίδευτος
αγγλικά
:
untaught
(en)
,
untrained
(en)