Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκπαιδευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Μετοχή
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκπαιδευμέν
ος
η
εκπαιδευμέν
η
το
εκπαιδευμέν
ο
γενική
του
εκπαιδευμέν
ου
της
εκπαιδευμέν
ης
του
εκπαιδευμέν
ου
αιτιατική
τον
εκπαιδευμέν
ο
την
εκπαιδευμέν
η
το
εκπαιδευμέν
ο
κλητική
εκπαιδευμέν
ε
εκπαιδευμέν
η
εκπαιδευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκπαιδευμέν
οι
οι
εκπαιδευμέν
ες
τα
εκπαιδευμέν
α
γενική
των
εκπαιδευμέν
ων
των
εκπαιδευμέν
ων
των
εκπαιδευμέν
ων
αιτιατική
τους
εκπαιδευμέν
ους
τις
εκπαιδευμέν
ες
τα
εκπαιδευμέν
α
κλητική
εκπαιδευμέν
οι
εκπαιδευμέν
ες
εκπαιδευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκπαιδευμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκπαιδεύω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ek.pe.ðevˈme.nos
/
Μετοχή
επεξεργασία
εκπαιδευμένος -η -ο
που έχει
εκπαιδευτεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκπαιδευμένος
αγγλικά
:
trained
(en)