↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακατάρτιστος η ακατάρτιστη το ακατάρτιστο
      γενική του ακατάρτιστου της ακατάρτιστης του ακατάρτιστου
    αιτιατική τον ακατάρτιστο την ακατάρτιστη το ακατάρτιστο
     κλητική ακατάρτιστε ακατάρτιστη ακατάρτιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακατάρτιστοι οι ακατάρτιστες τα ακατάρτιστα
      γενική των ακατάρτιστων των ακατάρτιστων των ακατάρτιστων
    αιτιατική τους ακατάρτιστους τις ακατάρτιστες τα ακατάρτιστα
     κλητική ακατάρτιστοι ακατάρτιστες ακατάρτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακατάρτιστος < α- στερητικό + καταρτίζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακατάρτιστος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία