Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακατάρτιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακατάρτιστ
ος
η
ακατάρτιστ
η
το
ακατάρτιστ
ο
γενική
του
ακατάρτιστ
ου
της
ακατάρτιστ
ης
του
ακατάρτιστ
ου
αιτιατική
τον
ακατάρτιστ
ο
την
ακατάρτιστ
η
το
ακατάρτιστ
ο
κλητική
ακατάρτιστ
ε
ακατάρτιστ
η
ακατάρτιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακατάρτιστ
οι
οι
ακατάρτιστ
ες
τα
ακατάρτιστ
α
γενική
των
ακατάρτιστ
ων
των
ακατάρτιστ
ων
των
ακατάρτιστ
ων
αιτιατική
τους
ακατάρτιστ
ους
τις
ακατάρτιστ
ες
τα
ακατάρτιστ
α
κλητική
ακατάρτιστ
οι
ακατάρτιστ
ες
ακατάρτιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακατάρτιστος
<
α-
στερητικό +
καταρτίζω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ακατάρτιστος, -η, -ο
που δεν έχει
κατάρτιση
(
γνώση
) σχετικά με έναν τομέα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακατάρτιστος
αγγλικά
:
ignorant
(en)
,
unqualified
(en)