Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακατάρτιστα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου ακατάρτιστος

  Επίρρημα επεξεργασία

ακατάρτιστα

  1. χωρίς να υπάρχει το αναγκαίο υπόβαθρο ειδικών γνώσεων, με άγνοια

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ακατάρτιστα



Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακατάρτιστα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου ακόλαστος

  Επίρρημα επεξεργασία

ακατάρτιστα

  1. λάγνα, με τρόπο που σε κολάζει, με πάθος, χωρίς ηθικους φραγμούς

  Μεταφράσεις επεξεργασία