φραγμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φραγμός | οι | φραγμοί |
γενική | του | φραγμού | των | φραγμών |
αιτιατική | τον | φραγμό | τους | φραγμούς |
κλητική | φραγμέ | φραγμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φραγμός < αρχαία ελληνική φραγμός < φράσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφραγμός αρσενικό
- εμπόδιο, αναστολή, πρόσκομμα, το φράγμα αλλά σε ποιο αφηρημένες έννοιες, όπως στη σκέψη, στα συναισθήματα κ.λπ.
- Δεν έχει ηθικούς φραγμούς (είναι ανήθικος, αδίστακτος)
- Έβαλαν φραγμό στην ασυδοσία