digue
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
digue | digues |
digue (fr) θηλυκό
- επιμήκης κατασκευή από μεγάλες πέτρες και τσιμεντόλιθους που προστατεύει μια περιοχή από τα κύματα, το ανάχωμα
- (ειδικότερα) κυματοθραύστης στην είσοδο λιμανιού
- ≈ συνώνυμα: brise-lame και brise-lames
- (μεταφορικά) οτιδήποτε σταματά κάτι που βρίσκεται σε κίνηση, ο φραγμός