Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυματοθραύστης οι κυματοθραύστες
      γενική του κυματοθραύστη των κυματοθραυστών
    αιτιατική τον κυματοθραύστη τους κυματοθραύστες
     κλητική κυματοθραύστη κυματοθραύστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυματοθραύστης < κύμα + -ο- + -θραύστης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική brise-lames)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυματοθραύστης αρσενικό

  • επιμήκης κατασκευή από μεγάλες πέτρες και τσιμεντόλιθους που περικλείει ένα λιμάνι και το προστατεύει από τα κύματα
    ※  Στο «Παλαιό» λιμάνι, η θέση του οποίου συμπίπτει με του αρχαίου λιμένα, εντοπίστηκε αρχαίος κυματοθραύστης επί του οποίου σώζεται τμήμα μώλου βυζαντινών χρόνων (Αρχαιολογικόν δελτίον, τόμος 67, μέρος 2, τεύχος 2, 2012, σελ. 853)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία