τσιμεντόλιθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσιμεντόλιθος | οι | τσιμεντόλιθοι |
γενική | του | τσιμεντόλιθου & τσιμεντολίθου |
των | τσιμεντόλιθων & τσιμεντολίθων |
αιτιατική | τον | τσιμεντόλιθο | τους | τσιμεντόλιθους & τσιμεντολίθους |
κλητική | τσιμεντόλιθε | τσιμεντόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατσιμεντόλιθος αρσενικό
- οικοδομικό υλικό από τσιμέντο, άμμο και ελαφρόπετρα ή, σπανιότερα, άλλο αδρανές, σε σχήμα μεγάλου τούβλου
- (συνεκδοχικά) ο κισσηρόλιθος