άμμος
(Ανακατεύθυνση από άμμο)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άμμος | οι | άμμοι |
γενική | της | άμμου | των | άμμων |
αιτιατική | την | άμμο | τις | άμμους |
κλητική | άμμε (άμμο) |
άμμοι | ||
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άμμος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄμμος < αρχαία ελληνική ἄμμος[1] (ή ἄμαθος, συνώνυμα: ψάμμος και ψάμαθος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άμ‐μος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάμμος θηλυκό
- (γεωλογία) πέτρωμα που έχει τριφτεί σε πολύ μικρούς κόκκους και καλύπτει συνήθως παραλίες, όχθες λιμνών και ποταμών, το βυθό της θάλασσας καθώς και ερήμους
- ⮡ Τα παιδάκια έπαιζαν με τα κουβαδάκια τους στην παραλία φτιάχνοντας πύργους με άμμο.
- ⮡ Είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια.
- ⮡ Η άμμος χρησιμοποιείται και ως οικοδομικό υλικό.
- αμμώδες έδαφος
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άμμος | οι | άμμοι |
γενική | του | άμμου | των | άμμων |
αιτιατική | τον | άμμο | τους | άμμους |
κλητική | άμμε | άμμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
άμμος σπάνιο ως αρσενικό
- (λόγιο)
- ※ κρύπτω εις τον άμμον
- Άνθιμος Γαζής (Anthimos Gazēs) (1809) Lexikon Hellēnikon pros chrēsin tōn peri tous palaious syngrapheis enascholoumenōn books.goggle
- ※ όπως ο άμμος χάνεις τα μάτια σου
- Γιώργης Παυλόπουλος, Λίγος άμμος books.gogle
- ※ κρύπτω εις τον άμμον
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άμμος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άμμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας