Ετυμολογία

επεξεργασία
κινούμενη άμμος < κινούμενη + άμμος

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

κινούμενη άμμος θηλυκό

  • υγρή άμμος μέσα στην οποία βυθίζεται εύκολα οτιδήποτε βρεθεί στην επιφάνειά της

  Μεταφράσεις

επεξεργασία