αμμοθύελλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.moˈθi.e.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐μο‐θύ‐ελ‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αμμοθύελλα θηλυκό
- (άνεμος) δυνατός άνεμος (θύελλα) που μεταφέρει μεγάλες ποσότητες άμμου και σκόνης που μειώνουν πολύ την ορατότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμμοθύελλα
|