πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμμοθύελλα οι αμμοθύελλες
      γενική της αμμοθύελλας των αμμοθυελλών
    αιτιατική την αμμοθύελλα τις αμμοθύελλες
     κλητική αμμοθύελλα αμμοθύελλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αμμοθύελλα στη Σαουδική Αραβία

Ετυμολογία

επεξεργασία
αμμοθύελλα < άμμ(ος) -ο- + θύελλα
ΔΦΑ : /a.moˈθi.e.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμμοθύελλα

Ουσιαστικό

επεξεργασία