ψάμαθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ψάμαθος | αἱ | ψάμαθοι |
γενική | τῆς | ψαμάθου | τῶν | ψαμάθων |
δοτική | τῇ | ψαμάθῳ | ταῖς | ψαμάθοις |
αιτιατική | τὴν | ψάμαθον | τὰς | ψαμάθους |
κλητική ὦ! | ψάμαθε | ψάμαθοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψαμάθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψαμάθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψάμαθος < πιθανόν από το ψάω (=τρίβω, κονιορτοποιώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψάμαθος θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- Λέξεις με -ψαμμ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- ψαμμίτης
- ψαμμιτικός
- ψαμμώδης
- ψάμμος
Πηγές
επεξεργασία- ψάμαθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψάμαθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.