ψαμμίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψαμμίτης | οι | ψαμμίτες |
γενική | του | ψαμμίτη | των | ψαμμιτών |
αιτιατική | τον | ψαμμίτη | τους | ψαμμίτες |
κλητική | ψαμμίτη | ψαμμίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψαμμίτης < (λόγιο δάνειο) γαλλική psammite[1] < (ελληνιστική κοινή) ψαμμίτης < αρχαία ελληνική ψάμμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψαμμίτης αρσενικό
- (γεωλογία) ιζηματογενές πέτρωμα αποτελούμενο από κόκκους άμμου που έχουν συνενωθεί και συγκολληθεί μεταξύ τους με ορυκτή συνδετική ύλη, ώστε να συγκροτούν ένα σώμα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ψαμμίαση
- ψαμμιτικός
- ψάμμος
- ψαμμώδης
- → δείτε τη λέξη άμμος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ψαμμίτης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ ψαμμίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας