ψαμμώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψαμμώδης | η | ψαμμώδης | το | ψαμμώδες |
γενική | του | ψαμμώδους | της | ψαμμώδους | του | ψαμμώδους |
αιτιατική | τον | ψαμμώδη | την | ψαμμώδη | το | ψαμμώδες |
κλητική | ψαμμώδη(ς) | ψαμμώδης | ψαμμώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψαμμώδεις | οι | ψαμμώδεις | τα | ψαμμώδη |
γενική | των | ψαμμωδών | των | ψαμμωδών | των | ψαμμωδών |
αιτιατική | τους | ψαμμώδεις | τις | ψαμμώδεις | τα | ψαμμώδη |
κλητική | ψαμμώδεις | ψαμμώδεις | ψαμμώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψαμμώδης < αρχαία ελληνική ψαμμώδης < ψάμμος + κατάληξη πλησμονής -ώδης
Επίθετο
επεξεργασίαψαμμώδης, -ης, -ες
- ο γεμάτος άμμους, ο φτιαγμένος από άμμο, από ψάμμο, αλλά και εκείνος που μοιάζει να είναι από άμμο χωρίς απαραίτητα να είναι
- ψαμμώδης έκταση, ψαμμώδες πέτρωμα, έδαφος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψαμμώδης
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαψαμμώδης, -ης, -ες
- αμμώδης
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 191.3
- ἡ μὲν γὰρ δὴ πρὸς τὴν ἠῶ τῆς Λιβύης, τὴν οἱ νομάδες νέμουσι, ἐστὶ ταπεινή τε καὶ ψαμμώδης μέχρι τοῦ Τρίτωνος ποταμοῦ,
- Γιατί η γη της ανατολικής Λιβύης, όπου ζουν οι νομάδες, ώς τον ποταμό Τρίτωνα, είναι χαμηλή κι όλο άμμο,
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἡ μὲν γὰρ δὴ πρὸς τὴν ἠῶ τῆς Λιβύης, τὴν οἱ νομάδες νέμουσι, ἐστὶ ταπεινή τε καὶ ψαμμώδης μέχρι τοῦ Τρίτωνος ποταμοῦ,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 32.6
- διεξελθόντας δὲ χῶρον πολλὸν ψαμμώδεα καὶ ἐν πολλῇσι ἡμέρῃσι ἰδεῖν δή κοτε δένδρεα ἐν πεδίῳ πεφυκότα,
- και αφού είχαν διατρέξει μια μεγάλη αμμώδη περιοχή, ύστερα από πολλές ημέρες, είδαν κάποτε δέντρα φυτρωμένα σ᾽ ένα πλάτωμα·
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- διεξελθόντας δὲ χῶρον πολλὸν ψαμμώδεα καὶ ἐν πολλῇσι ἡμέρῃσι ἰδεῖν δή κοτε δένδρεα ἐν πεδίῳ πεφυκότα,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 191.3
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψάμμος
Πηγές
επεξεργασία- ψαμμώδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψαμμώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.