ψαμμόλιθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψαμμόλιθος | οι | ψαμμόλιθοι |
γενική | του | ψαμμόλιθου & ψαμμολίθου |
των | ψαμμόλιθων & ψαμμολίθων |
αιτιατική | τον | ψαμμόλιθο | τους | ψαμμόλιθους & ψαμμολίθους |
κλητική | ψαμμόλιθε | ψαμμόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψαμμόλιθος αρσενικό