νεφρός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νεφρός | οι | νεφροί |
γενική | του | νεφρού | των | νεφρών |
αιτιατική | τον | νεφρό | τους | νεφρούς |
κλητική | νεφρέ | νεφροί | ||
Πληθυντικός και όπως στο ουδέτερο γένος: νεφρά | ||||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- νεφρός < αρχαία ελληνική νεφρός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
νεφρός αρσενικό και νεφρό ουδέτερο
- (ανατομία) το καθένα από τα δύο όργανα του σώματος του ανθρώπου και άλλων ζώων που επιτελούν τον καθαρισμό του αίματος από τα τοξικά κατάλοιπα του μεταβολισμού και την παραγωγή των ούρων
- μεταμόσχευση νεφρών
Επεξεργασία
- νεφρική πύελλος
- νεφρικός
- νεφροπαθής
- → δείτε τη λέξη νεφρό
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
νεφρός
→ δείτε τη λέξη νεφρό |