νεφρίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νεφρίτης | οι | νεφρίτες |
γενική | του | νεφρίτη | των | νεφριτών |
αιτιατική | τον | νεφρίτη | τους | νεφρίτες |
κλητική | νεφρίτη | νεφρίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεφρίτης (μαρτυρείται από το 1869)[1] < αρχαία ελληνική νεφρῖτις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /neˈfɾi.tis/
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεφρίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία, χημεία) ορυκτό του ασβεστίου του μαγνησίου και του πυριτίου, με χημικό τύπο Ca2(Mg, Fe)5Si8O22(OH)2, γνωστό για τη χρήση του στην αρχαιότητα ως ημιπολύτιμος λίθος. Μαζί με τον ιαδεΐτη, αποκαλούνται «ίασπις»
Δείτε επίσης
επεξεργασία- νεφρίτης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεφρίτης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 696, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου