Δείτε επίσης: νεφρικός
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεφροειδής η νεφροειδής το νεφροειδές
      γενική του νεφροειδούς* της νεφροειδούς του νεφροειδούς
    αιτιατική τον νεφροειδή τη νεφροειδή το νεφροειδές
     κλητική νεφροειδή(ς) νεφροειδής νεφροειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεφροειδείς οι νεφροειδείς τα νεφροειδή
      γενική των νεφροειδών των νεφροειδών των νεφροειδών
    αιτιατική τους νεφροειδείς τις νεφροειδείς τα νεφροειδή
     κλητική νεφροειδείς νεφροειδείς νεφροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

νεφροειδής

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. νεφροειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.