αμμούδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμμούδα | οι | αμμούδες |
γενική | της | αμμούδας | των | αμμούδων |
αιτιατική | την | αμμούδα | τις | αμμούδες |
κλητική | αμμούδα | αμμούδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααμμούδα θηλυκό
- (οικείο)