αμμότοπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αμμότοπος αρσενικό
- τόπος γεμάτος άμμο
- (κατ’ επέκταση) άγονος τόπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμμότοπος
|