αμμουδιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμμουδιά | οι | αμμουδιές |
γενική | της | αμμουδιάς | των | αμμουδιών |
αιτιατική | την | αμμουδιά | τις | αμμουδιές |
κλητική | αμμουδιά | αμμουδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμμουδιά < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.muˈðʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐μου‐διά
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμμουδιά θηλυκό