αμέτρητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αμέτρητος < α- (στερητικό) + -μετρη- (< μετρώ) -τος
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αμέτρητος, -η, -ο
- που για διάφορους λόγους δεν μπορεί να καταμετρηθεί, ο μη μετρήσιμος ή μη αριθμήσιμος
- ο ουρανός είχε αμέτρητα αστέρια
- (μεταφορικά) (για να δείξουμε εντυπωσιασμό ή υπερβολή) κάποιος που είναι μετρήσιμος αλλά, σχετικά, μεγάλος σε αριθμό
- έχει αμέτρητα πουκάμισα!
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμέτρητος