αμέτρητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμέτρητος < α- (στερητικό) + -μετρη- (< μετρώ) -τος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈme.tɾi.tos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /aˈme.tɾi.ti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /aˈme.tɾi.to/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίααμέτρητος, -η, -ο
- που για διάφορους λόγους δεν μπορεί να καταμετρηθεί, ο μη μετρήσιμος ή μη αριθμήσιμος
- ο ουρανός είχε αμέτρητα αστέρια
- (μεταφορικά) (για να δείξουμε εντυπωσιασμό ή υπερβολή) κάποιος που είναι μετρήσιμος αλλά, σχετικά, μεγάλος σε αριθμό
- έχει αμέτρητα πουκάμισα!
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμέτρητος