πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμέτρητος η αμέτρητη το αμέτρητο
      γενική του αμέτρητου της αμέτρητης του αμέτρητου
    αιτιατική τον αμέτρητο την αμέτρητη το αμέτρητο
     κλητική αμέτρητε αμέτρητη αμέτρητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμέτρητοι οι αμέτρητες τα αμέτρητα
      γενική των αμέτρητων των αμέτρητων των αμέτρητων
    αιτιατική τους αμέτρητους τις αμέτρητες τα αμέτρητα
     κλητική αμέτρητοι αμέτρητες αμέτρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αμέτρητος < α- (στερητικό) + -μετρη- (< μετρώ) -τος
ΔΦΑ : /aˈme.tɾi.tos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /aˈme.tɾi.ti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /aˈme.tɾi.to/ ουδέτερο

αμέτρητος, -η, -ο

  1. που για διάφορους λόγους δεν μπορεί να καταμετρηθεί, ο μη μετρήσιμος ή μη αριθμήσιμος
    ο ουρανός είχε αμέτρητα αστέρια
  2. (μεταφορικά) (για να δείξουμε εντυπωσιασμό ή υπερβολή) κάποιος που είναι μετρήσιμος αλλά, σχετικά, μεγάλος σε αριθμό
    έχει αμέτρητα πουκάμισα!

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία