Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.nɔ̃.bʁabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
innombrable innombrables

innombrable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία