↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρίφνητος η αρίφνητη το αρίφνητο
      γενική του αρίφνητου της αρίφνητης του αρίφνητου
    αιτιατική τον αρίφνητο την αρίφνητη το αρίφνητο
     κλητική αρίφνητε αρίφνητη αρίφνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρίφνητοι οι αρίφνητες τα αρίφνητα
      γενική των αρίφνητων των αρίφνητων των αρίφνητων
    αιτιατική τους αρίφνητους τις αρίφνητες τα αρίφνητα
     κλητική αρίφνητοι αρίφνητες αρίφνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρίφνητος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρίφνητος < μεσαιωνική ελληνική ἀναρίφνητος (με αντικατάσταση ανα- > α-) < αρχαία ελληνική ἀναρίθμητος με τροπή [θm > fn][1]

  Επίθετο

επεξεργασία

αρίφνητος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αρίφνητοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)