αρίφνητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρίφνητος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρίφνητος < μεσαιωνική ελληνική ἀναρίφνητος (με αντικατάσταση ανα- > α-) < αρχαία ελληνική ἀναρίθμητος με τροπή [θm > fn][1]
Επίθετο
επεξεργασίααρίφνητος, -η, -ο
- αμέτρητος, αναρίθμητος
- ※ Ο πόνος θερίζει αρίφνητα σπλάχνα (⌘ Νίκος Καζαντζάκης, Γράμματα προς τη Γαλάτεια, 1920-1924)
- ※ 19ος/20ος αιώνας, ⌘ Νίκος Καζαντζάκης, Ο βραχόκηπος, Εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη, 1971. @google.gr/books
- Ἀρίφνητες δυνάμες ὁρατὲς κι ἀόρατες ἀγάλλουνται καὶ μὲ ἀκολουθοῦν, ὅταν μὲ ἀγωνία, ἐνάντια στὸ παντοδύναμο ρέμα, ἀνηφορίζω.
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρίφνητος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αρίφνητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αρίφνητος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)