αρίφνητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρίφνητα < αρίφνητ(ος) + -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈɾi.fni.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρί‐φνη‐τα
Επίρρημα
επεξεργασίααρίφνητα [1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρίφνητα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααρίφνητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αρίφνητος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αρίφνητα — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)