Ετυμολογία

επεξεργασία
αμέτρητα < αμέτρητος +

  Επίρρημα

επεξεργασία

αμέτρητα

  1. χωρίς να τον έχουν μετρήσει
  2. σε μεγάλο βαθμό
  3. έντονα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία