Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανυπολόγιστος η ανυπολόγιστη το ανυπολόγιστο
      γενική του ανυπολόγιστου της ανυπολόγιστης του ανυπολόγιστου
    αιτιατική τον ανυπολόγιστο την ανυπολόγιστη το ανυπολόγιστο
     κλητική ανυπολόγιστε ανυπολόγιστη ανυπολόγιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανυπολόγιστοι οι ανυπολόγιστες τα ανυπολόγιστα
      γενική των ανυπολόγιστων των ανυπολόγιστων των ανυπολόγιστων
    αιτιατική τους ανυπολόγιστους τις ανυπολόγιστες τα ανυπολόγιστα
     κλητική ανυπολόγιστοι ανυπολόγιστες ανυπολόγιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανυπολόγιστος < αν- + υπολογίζω + -τος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incalculable)

  Επίθετο επεξεργασία

ανυπολόγιστος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία