Επίθετο

επεξεργασία

incalculable (en)

  1. ανυπολόγιστος
  2. απρόβλεπτος (για χαρακτήρα)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
incalculable incalculables

incalculable (fr) αρσενικό ή θηλυκό