Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
incommensurable
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
incommensurable
incommensurables
Επίθετο
επεξεργασία
incommensurable
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
αμέτρητος
,
απύθμενος
,
ανυπολόγιστος