Δείτε επίσης: μετρητικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετρητός η μετρητή το μετρητό
      γενική του μετρητού της μετρητής του μετρητού
    αιτιατική τον μετρητό τη μετρητή το μετρητό
     κλητική μετρητέ μετρητή μετρητό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετρητοί οι μετρητές τα μετρητά
      γενική των μετρητών των μετρητών των μετρητών
    αιτιατική τους μετρητούς τις μετρητές τα μετρητά
     κλητική μετρητοί μετρητές μετρητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετρητός < αρχαία ελληνική μετρητός < μετρέω < μέτρον

  Επίθετο επεξεργασία

μετρητός

  1. που είναι δυνατόν να μετρηθεί
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μετρητό / μετρητά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία