μετρητών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαμετρητών ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- γενική πληθυντικού του μετρητά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμετρητών
- γενική πληθυντικού του μετρητός
- γενική πληθυντικού του μετρητή
- γενική πληθυντικού του μετρητό