Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετρητά < πληθυντικός του ουδετέρου του ρηματικού επιθέτου μετρητός
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετρητά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. χρήματα σε κέρματα ή σε τραπεζογραμμάτια
    Δεν είχα μαζί μου μετρητά και έτσι πλήρωσα με την πιστωτική μου κάρτα
  2. (λογιστική) τα ταμειακά διαθέσιμα και ταμειακά ισοδύναμα μιας οικονομικής μονάδας

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μετρητά