μετρητά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετρητά < πληθυντικός του ουδετέρου του ρηματικού επιθέτου μετρητός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετρητά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- χρήματα σε κέρματα ή σε τραπεζογραμμάτια
- ↪ Δεν είχα μαζί μου μετρητά και έτσι πλήρωσα με την πιστωτική μου κάρτα
- (λογιστική) τα ταμειακά διαθέσιμα και ταμειακά ισοδύναμα μιας οικονομικής μονάδας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μετρητά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμετρητά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μετρητό