Ετυμολογία

επεξεργασία
countable < count + -able

countable (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. που μπορεί να μετρηθεί, να απαριθμηθεί, να υπολογιστεί, που έχει ποσότητα· μετρητός
     αντώνυμα: uncountable
  2. (μαθηματικά) αριθμήσιμο, ένα σύνολο για το οποίο υπάρχει μία αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία με το σύνολο των Φυσικών Αριθμών