Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροσμέτρητος η απροσμέτρητη το απροσμέτρητο
      γενική του απροσμέτρητου της απροσμέτρητης του απροσμέτρητου
    αιτιατική τον απροσμέτρητο την απροσμέτρητη το απροσμέτρητο
     κλητική απροσμέτρητε απροσμέτρητη απροσμέτρητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροσμέτρητοι οι απροσμέτρητες τα απροσμέτρητα
      γενική των απροσμέτρητων των απροσμέτρητων των απροσμέτρητων
    αιτιατική τους απροσμέτρητους τις απροσμέτρητες τα απροσμέτρητα
     κλητική απροσμέτρητοι απροσμέτρητες απροσμέτρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απροσμέτρητος < α- + προσμετρώ + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

απροσμέτρητος -η -ο

  1. που είναι πολύ μεγάλος ώστε να μην μπορεί να μετρηθεί
  2. ο ανυπολόγιστος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία