απροσμέτρητο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απροσμέτρητο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απροσμέτρητος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απροσμέτρητο ουδέτερο
- (λόγιο) κάτι που δεν μπορεί να προσμετρηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απροσμέτρητο