προσμετρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσμετρώ < αρχαία ελληνική προσμετρέω / προσμετρῶ < πρός (προσ-) + μετρέω / μετρῶ < μέτρον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.zmeˈtɾo/ & /pɾos.meˈtɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σμε‐τρώ
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐με‐τρώ
Ρήμα
επεξεργασίαπροσμετρώ (παθητική φωνή: προσμετρούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- απροσμέτρητα
- απροσμέτρητο
- απροσμέτρητος
- προσμετρημένος
- προσμέτρηση
- → δείτε τις λέξεις προς, μετρώ και μέτρο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσμετρώ | προσμετρούσα | θα προσμετρώ | να προσμετρώ | προσμετρώντας | |
β' ενικ. | προσμετρείς | προσμετρούσες | θα προσμετρείς | να προσμετρείς | (προσμέτρει) | |
γ' ενικ. | προσμετρεί | προσμετρούσε | θα προσμετρεί | να προσμετρεί | ||
α' πληθ. | προσμετρούμε | προσμετρούσαμε | θα προσμετρούμε | να προσμετρούμε | ||
β' πληθ. | προσμετρείτε | προσμετρούσατε | θα προσμετρείτε | να προσμετρείτε | προσμετρείτε | |
γ' πληθ. | προσμετρούν(ε) | προσμετρούσαν(ε) | θα προσμετρούν(ε) | να προσμετρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσμέτρησα | θα προσμετρήσω | να προσμετρήσω | προσμετρήσει | ||
β' ενικ. | προσμέτρησες | θα προσμετρήσεις | να προσμετρήσεις | προσμέτρησε | ||
γ' ενικ. | προσμέτρησε | θα προσμετρήσει | να προσμετρήσει | |||
α' πληθ. | προσμετρήσαμε | θα προσμετρήσουμε | να προσμετρήσουμε | |||
β' πληθ. | προσμετρήσατε | θα προσμετρήσετε | να προσμετρήσετε | προσμετρήστε | ||
γ' πληθ. | προσμέτρησαν προσμετρήσαν(ε) |
θα προσμετρήσουν(ε) | να προσμετρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσμετρήσει | είχα προσμετρήσει | θα έχω προσμετρήσει | να έχω προσμετρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσμετρήσει | είχες προσμετρήσει | θα έχεις προσμετρήσει | να έχεις προσμετρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσμετρήσει | είχε προσμετρήσει | θα έχει προσμετρήσει | να έχει προσμετρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσμετρήσει | είχαμε προσμετρήσει | θα έχουμε προσμετρήσει | να έχουμε προσμετρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσμετρήσει | είχατε προσμετρήσει | θα έχετε προσμετρήσει | να έχετε προσμετρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσμετρήσει | είχαν προσμετρήσει | θα έχουν προσμετρήσει | να έχουν προσμετρήσει |
|