Δείτε επίσης: επιμετρώ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσμετρώ < αρχαία ελληνική προσμετρέω / προσμετρῶ < πρός (προσ-) + μετρέω / μετρῶ < μέτρον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.zmeˈtɾo/ & /pɾos.meˈtɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σμε‐τρώ
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐με‐τρώ

προσμετρώ (παθητική φωνή: προσμετρούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία