προσμετρούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
προσμετρούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος προσμετρώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσμετρούμαι | προσμετρούμουν | θα προσμετρούμαι | να προσμετρούμαι | ||
β' ενικ. | προσμετρείσαι | προσμετρούσουν | θα προσμετρείσαι | να προσμετρείσαι | ||
γ' ενικ. | προσμετρείται | προσμετρούνταν | θα προσμετρείται | να προσμετρείται | ||
α' πληθ. | προσμετρούμαστε | προσμετρούμασταν προσμετρούμαστε |
θα προσμετρούμαστε | να προσμετρούμαστε | ||
β' πληθ. | προσμετρείστε | προσμετρούσασταν προσμετρούσαστε |
θα προσμετρείστε | να προσμετρείστε | προσμετρείστε | |
γ' πληθ. | προσμετρούνται | προσμετρούνταν | θα προσμετρούνται | να προσμετρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσμετρήθηκα | θα προσμετρηθώ | να προσμετρηθώ | προσμετρηθεί | ||
β' ενικ. | προσμετρήθηκες | θα προσμετρηθείς | να προσμετρηθείς | προσμετρήσου | ||
γ' ενικ. | προσμετρήθηκε | θα προσμετρηθεί | να προσμετρηθεί | |||
α' πληθ. | προσμετρηθήκαμε | θα προσμετρηθούμε | να προσμετρηθούμε | |||
β' πληθ. | προσμετρηθήκατε | θα προσμετρηθείτε | να προσμετρηθείτε | προσμετρηθείτε | ||
γ' πληθ. | προσμετρήθηκαν προσμετρηθήκαν(ε) |
θα προσμετρηθούν(ε) | να προσμετρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προσμετρηθεί | είχα προσμετρηθεί | θα έχω προσμετρηθεί | να έχω προσμετρηθεί | προσμετρημένος | |
β' ενικ. | έχεις προσμετρηθεί | είχες προσμετρηθεί | θα έχεις προσμετρηθεί | να έχεις προσμετρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει προσμετρηθεί | είχε προσμετρηθεί | θα έχει προσμετρηθεί | να έχει προσμετρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προσμετρηθεί | είχαμε προσμετρηθεί | θα έχουμε προσμετρηθεί | να έχουμε προσμετρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε προσμετρηθεί | είχατε προσμετρηθεί | θα έχετε προσμετρηθεί | να έχετε προσμετρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προσμετρηθεί | είχαν προσμετρηθεί | θα έχουν προσμετρηθεί | να έχουν προσμετρηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσμετρούμαι
|