Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσμετρημένος η προσμετρημένη το προσμετρημένο
      γενική του προσμετρημένου της προσμετρημένης του προσμετρημένου
    αιτιατική τον προσμετρημένο την προσμετρημένη το προσμετρημένο
     κλητική προσμετρημένε προσμετρημένη προσμετρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσμετρημένοι οι προσμετρημένες τα προσμετρημένα
      γενική των προσμετρημένων των προσμετρημένων των προσμετρημένων
    αιτιατική τους προσμετρημένους τις προσμετρημένες τα προσμετρημένα
     κλητική προσμετρημένοι προσμετρημένες προσμετρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσμετρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσμετρώ

  Μετοχή επεξεργασία

προσμετρημένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία